μεριμνητικός

From LSJ
Revision as of 11:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεριμνητικός Medium diacritics: μεριμνητικός Low diacritics: μεριμνητικός Capitals: ΜΕΡΙΜΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: merimnētikós Transliteration B: merimnētikos Transliteration C: merimnitikos Beta Code: merimnhtiko/s

English (LSJ)

μεριμνητική, μεριμνητικόν, anxious, Sch.S.Tr.109; caused by anxiety, ὄνειροι Artem.4.2.

German (Pape)

[Seite 134] zum Nachdenken, Sorgen geneigt, bekümmert, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεριμνητικός: -ή, -όν, ὁ μεριμνῶν, ὁ ἔμφροντις περί τινος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 111.

Greek Monolingual

μεριμνητικός, -ή, -όν (Α) μεριμνητής
1. αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται για κάτι
2. αυτός που προκαλείται από τις μέριμνες
3. προσεκτικός.