ἐμπεδοσθενής

Revision as of 11:45, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

English (LSJ)

ές, with force unshaken, βίοτος a settled, unruffled life, Pi.N.7.98.

German (Pape)

[Seite 811] βίοτος, von fester Kraft, Pind. N. 7, 98.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεδοσθενής: -ές, ὁ ἔχων ἔμπεδον σθένος, ἀκλόνητον δύναμιν, βίοτος, ἥσυχος, ἀτάραχος βίος, Πινδ. Ν. 7. 98.

English (Slater)

ἐμπεδοσθενής steadfast and strong εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα (N. 7.98)

Spanish (DGE)

-ές sólido, firme, βίοτος Pi.N.7.98.

Greek Monolingual

ἐμπεδοσθενής, -ές (Α)
αυτός που έχει ακλόνητο σθένος ή σταθερή δύναμη.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπεδοσθενής: полный несокрушимой силы (βίοτος Pind.).