ἀτάραχος
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
English (LSJ)
ἀτάραχον, = ἀτάρακτος, ἐν τοῖς φοβεροῖς Arist.EN1117a31, cf. 1125b34, Epicur. Sent.Vat.79, Str.1.3.21, Onos.2.2, etc.; ἀτάραχον, τό, an eyesalve, Gal.12.786; of a will, unchallengeable PMasp.151.142 (vi A.D.). Adv. ἀταράχως = unconfusedly, Epicur.Ep.1p.14U.; calmly, HeroBel.72.4, Phld.Herc.1003, D.S.17.54, J.AJ14.9.1, Archig. ap. Orib.46.26.1, Plu.Fr.inc.140: Comp. ἀταραχώτερον Arr.Epict.4.1.47.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no turbado, tranquilo de pers. y abstr. ἐν τοῖς φοβεροῖς Arist.EN 1117a31, τὰ πράγματα LXX Es.3.13g, ὁ στρατηγὸς ἀγαθὸς ... ἀτάραχος Onas.2.2, ὕπνοι ἀτάραχοι Ath.26a, cf. ἀτάραχον· ἀχείμαστον Hsch.α 8023
•en fil. ὁ ἀτάραχος ἑαυτῷ καὶ ἑτέρῳ ἀόχλητος Epicur.Sent.Vat.[6] 79, τὴν ἀθαυμαστίαν ... ἣν ὑμνεῖ Δημόκριτος ...· παράκειται γὰρ τῷ ... ἀταράχῳ Str.1.3.21 (= Democr.A 168), μονὴν ἀτάραχον Chrysipp.Stoic.3.26, τὸ ἡγεμονικὸν ἀτάραχον M.Ant.7.16, cf. 4.37
•neutr. compar. como adv. ἀταραχώτερον ἐκάθευδες Arr.Epict.4.1.47.
2 inalterable en contratos o testamentos, de una propiedad PStras.248.13 (VI d.C.), PMasp.151.142 (VI d.C.).
3 subst. neutr. como n. de un colirio Gal.12.786.
II adv. ἀταράχως = tranquilamente, sin turbación ἀ. ἔχοντες Epicur.Ep.[2] 53, ζῆν Hero Bel.72.4, βιώσεσθαι I.AI 14.157, ὑπνοῦν Archig. en Orib.46.27.1, πολιτεύεσθαι D.S.18.18, γλαῦξ ἀ. βοῶσα Sch.Arat.999, cf. Phld.Log.Libr.p.573, D.S.17.54, M.Ant.1.16.9, Plu.Fr.211.
German (Pape)
[Seite 383] = ἀτάρακτος, Arist. Eth. 3, 9; ὕπνος Ath. I, 26 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non troublé, calme, tranquille.
Étymologie: ἀ, ταραχή.
Russian (Dvoretsky)
ἀτάρᾰχος: и ἀτᾰρᾰχ-ώδης 2 Arst. = ἀτάρακτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτάρᾰχος: -ον, = ἀτάρακτος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 8, 15., 4. 5, 3, Στράβ. 61, κτλ. Ἐπίρρ. -χως, ἠρέμα, ἡσύχως, Διόδ. 17. 54.
Greek Monolingual
ατάρακτος και ατάραχος και ατάραγος, -η, -ο (AM ἀτάρακτος και ἀτάραχος, -ον)
ήρεμος, γαλήνιος
νεοελλ.
1. (για υγρά) αυτός που δεν τον έχουν ανακατέψει
2. αυτός που δεν συγκινείται, ο απαθής
αρχ.
1. αμετασάλευτος, αμετάβλητος, σταθερός
2. αυτός που δεν προκαλεί ή δεν φέρνει ταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ατάρακτος και ατάραγος < α- στερ. + ταράσσω, ενώ ο τ. ατάραχος < α- στερ. + -ταραχος < ταραχή < ταράσσω.