ἐμπεδοσθενής

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπεδοσθενής Medium diacritics: ἐμπεδοσθενής Low diacritics: εμπεδοσθενής Capitals: ΕΜΠΕΔΟΣΘΕΝΗΣ
Transliteration A: empedosthenḗs Transliteration B: empedosthenēs Transliteration C: empedosthenis Beta Code: e)mpedosqenh/s

English (LSJ)

ἐμπεδοσθενές, with force unshaken, βίοτος a settled, unruffled life, Pi.N.7.98.

Spanish (DGE)

-ές sólido, firme, βίοτος Pi.N.7.98.

German (Pape)

[Seite 811] βίοτος, von fester Kraft, Pind. N. 7, 98.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπεδοσθενής: полный несокрушимой силы (βίοτος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεδοσθενής: -ές, ὁ ἔχων ἔμπεδον σθένος, ἀκλόνητον δύναμιν, βίοτος, ἥσυχος, ἀτάραχος βίος, Πινδ. Ν. 7. 98.

English (Slater)

ἐμπεδοσθενής steadfast and strong εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα (N. 7.98)

Greek Monolingual

ἐμπεδοσθενής, -ές (Α)
αυτός που έχει ακλόνητο σθένος ή σταθερή δύναμη.