ἐμπεδοσθενής
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
ἐμπεδοσθενές, with force unshaken, βίοτος a settled, unruffled life, Pi.N.7.98.
Spanish (DGE)
-ές sólido, firme, βίοτος Pi.N.7.98.
German (Pape)
[Seite 811] βίοτος, von fester Kraft, Pind. N. 7, 98.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπεδοσθενής: полный несокрушимой силы (βίοτος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεδοσθενής: -ές, ὁ ἔχων ἔμπεδον σθένος, ἀκλόνητον δύναμιν, βίοτος, ἥσυχος, ἀτάραχος βίος, Πινδ. Ν. 7. 98.
English (Slater)
ἐμπεδοσθενής steadfast and strong εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα (N. 7.98)
Greek Monolingual
ἐμπεδοσθενής, -ές (Α)
αυτός που έχει ακλόνητο σθένος ή σταθερή δύναμη.