ἐνθρύβω
From LSJ
English (LSJ)
= ἐνθρύπτω, Harp. s.v. ἔνθρυπτα.
Spanish (DGE)
desmenuzar en v. pas. τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα Harp.s.u. ἔνθρυπτα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθρύβω: ἐνθρύπτω, τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἔνθρυπτα.
Full diacritics: ἐνθρύβω | Medium diacritics: ἐνθρύβω | Low diacritics: ενθρύβω | Capitals: ΕΝΘΡΥΒΩ |
Transliteration A: enthrýbō | Transliteration B: enthrybō | Transliteration C: enthryvo | Beta Code: e)nqru/bw |
= ἐνθρύπτω, Harp. s.v. ἔνθρυπτα.
desmenuzar en v. pas. τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα Harp.s.u. ἔνθρυπτα.
ἐνθρύβω: ἐνθρύπτω, τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἔνθρυπτα.