ἐπιναυμαχία
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ἡ, battle beside the ships, Ps.-Plu.Vit.Hom.192 (pl.).
Russian (Dvoretsky)
ἐπιναυμᾰχία: ἡ морское сражение Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιναυμαχία: ἡ, ἡ ἐπὶ ναυσὶ μάχη, μάχη παρὰ τὰς ναῦς, Ψευδο-Πλουτ. Βίος Ὁμ. 387.
Greek Monolingual
ἐπιναυμαχία, ἡ (Α)
μάχη κοντά στα πλοία.