κομβοθηλεία
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
ἡ,
A buckle, Sch.E.Hec.1170; cf. κομποθήλυκα.
Greek Monolingual
κομβοθηλεία, ἡ (Α)
πόρπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει ως α' συνθετικό τον τ. κόμβος και ως β' συνθετικό το επίθ. θῆλυς.