ἔνῳδος
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
English (LSJ)
ον, musical, Nicom.Harm.2, al. Adv. -δως ibid.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): acent. ἐνῳδός Plu.2.405e, Nicom.Harm.2 (p.240)
I 1mús. del canto, musical τὸ διαστηματικὸν (εἴδος) τὸ ἔ. Nicom.2 (p.238), τῆς ἐνῳδοῦ (sic) φωνῆς la voz musical, e.e., el canto Nicom.Harm.2 (p.240), ἐνῳδὸν ... γῆρυν Plu.l.c.
2 de pers. objeto de cantos ἡ Πινδάρου λύρα ... ἔνῳδον ἀνθρώποις ἀεὶ ποιεῖ τὸν Ἱέρωνα Him.43.4.
II adv. -ῶς musicalmente, con cantos (ἡ ἀνθρωπίνη φωνή) ἐ. προχωρεῖ Nicom.Harm.2 (p.240).
Greek (Liddell-Scott)
ἔνῳδος: ον ἢ ἐνῳδός, όν, ὁ ἐνέχων ᾠδήν, μουσικός, Νικομ. Ἁρμ. 5 κ. ἀλλ. ‒ Ἐπίρρ. ἐνῴδως ἢ -δῶς, αὐτόθι.