ἀγχουσίζομαι
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
Med., rouge, Hsch.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐγχ- Com.Adesp.170, EM 313.38G.
darse onoquiles, colorete, Com.Adesp.l.c., Hsch., ἐ. τὸ πρόσωπον EM l.c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχουσίζομαι: μέσ. μεταχειρίζομαι ἄγχουσαν, ψιμύθιον, «ἀγχουσίζεται, ἐντρίβεται ταῖς παρειαῖς, οἰονεὶ φ(υ)καρ(ιον)», Ἡσύχ.