ἀδεισιδαιμονία
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
ἡ, freedom from superstition, Hp.Decent.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδεισῐδαιμονία: ἡ, ἐλευθερία ἢ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τῆς δεισιδαιμονίας, Ἱππ. 23. 37.