ἀνακμάζω
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
break out afresh with renewed vigour, of στάσις, J.BJ 5.1.1.
Spanish (DGE)
recrudecerse συνέβη καὶ τὴν ... στάσιν ἀνακμάσασαν τριμερῆ γενέσθαι I.BI 5.2.
Greek Monolingual
ἀνακμάζω (Α)
ξεσπώ εκ νέου με ορμή (για «στάσιν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ἀκμάζω.
ΠΑΡ. ἀνακμαστικός.