ἀνομοιώδης
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
ἀνομοιώδες, unlike, Procl.Inst.203.
Spanish (DGE)
-ες
diferente c. dat. de ciertas almas ἀνομοιώδεις κατὰ τὴν οὐσίαν ταῖς τε μέσαις καὶ ταῖς πρώταις Procl.Inst.203.
Greek Monolingual
ἀνομοιώδης, -ες (Α)
ο ανόμοιος.