εἰρωνίζω
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
= εἰρωνεύομαι, Philostr.VS1.7.1 (v.l. for εἰρωνικόν).
Greek (Liddell-Scott)
εἰρωνίζω: εἰρωνεύομαι, Φιλόστρ. 487 (διαφ. γραφ. εἰρωνικόν).