οὐδών
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, a kind of felt shoe, Poll.10.50: Dim. οὐδετερώνιον Edict.Diocl. in IG5(1).1406.24 (Asine):—also οὐδωνάριον, Charis.1.552 K., Glossaria.
German (Pape)
[Seite 411] ῶνος, ὁ, das lat. udo, eine Art Filz- oder Pelzschuh, Poll. 10, 50.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδών: -ῶνος, ὁ εἶδος ποδείων ἐκ πίλου, Λατιν. udo, Πολυδ. Ι´, 50.
Greek Monolingual
οὐδών, -ῶνος, ὁ (Α)
στον πληθ. οἱ οὐδῶνες
είδος εμβάδων, δηλ. παντοφλών («ἐπὶ τῶν ὀνομαζομένων οὐδώνων πίλους τριμίτους ἔξεστιν εἰπεῖν», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., μικρασιατικής προέλευσης (πρβλ. και λατ. ūdo, -ōnis)].
Frisk Etymology German
οὐδών: -ῶνος
{oudṓn}
Grammar: m. (Poll. 10, 50)
Meaning: Art Filzschuh aus Ziegenhaar; lat. ūdō (odō), -ōnis m.
Derivative: mit den Demin. -ώνιον (Edict. Diocl. [Asine]), -ωνάριον (Charis., Gloss.)
Etymology: Nach Martial 14, 140 kilikisch, somit kleinasiat. Fremdwort; vgl. W.-Hofmann s.v. und Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 33.
Page 2,442