τέτλαθι
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
τετλαίην, τετλάμεν, τετλάμεναι, τετληώς, v. Τλάω.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impér. pf. de τλάω.
Greek (Liddell-Scott)
τέτλᾰθι: τετλαίην, τετλάμεν, τετλάμεναι, τετληώς, ἴδε ἐν λ. *τλάω.
English (Autenrieth)
see τλῆναι.
Greek Monotonic
τέτλᾰθι: τετλάτω, Επικ. προστ. παρακ. του *τλάω· — τετλαίην, ευκτ.· — τετλάμεν, -άμεναι, απαρ.
Russian (Dvoretsky)
τέτλᾰθι: эп. 2 л. imper. к τλῆναι.