τετυφωμένως

Revision as of 09:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Adv., (τυφόω) stupidly, D.23.137.

German (Pape)

[Seite 1101] adv. part. perf. pass. von τυφόω, thörichterweise, Dem. 23, 137.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 stupidement;
2 d'une façon cachée.
Étymologie: τυφόω.

Greek (Liddell-Scott)

τετῡφωμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ τυφόω, μετά τύφου, ἀνοήτως, ἠλιθίως, Δημ. 665. 13. 2) μετ’ οἰήσεως ἢ ἐπάρσεως, Κλήμ. Ἀλ. 191.

Greek Monolingual

Α
1. με έπαρση, με περηφάνεια
2. με ανόητο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τετυφωμένος του τυφῶ «προξενώ αλαζονεία» + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

τετυφωμένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του τυφόω, ανόητα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τετῡφωμένως: бессмысленно, глупо Dem.

Middle Liddell

[adverb from pass. perf. part. of τυφόω
stupidly, Dem.