τονή
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
English (LSJ)
ἡ, prolongation of a note at the same pitch, Cleonid.Harm.14.
Greek (Liddell-Scott)
τονή: ἡ, ἐν τῇ μελοποιΐα, «... τονὴ δὲ ἡ ἐπὶ πλείονα χρόνον μονὴ κατὰ μίαν γενομένη προφορὰν τῆς φωνῆς» Εὐκλ. Εἰσαγ. Ἁρμον. σ. 22, 7.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(μουσ.-μετρ.) η παράταση της φωνής στον ίδιο μουσικό φθόγγο και στον ίδιο τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τεχνικός όρος που ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τον- της ρίζας του ρ. τείνω (βλ. λ. τείνω)].