ὀμμάτειος

From LSJ
Revision as of 21:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμμάτειος Medium diacritics: ὀμμάτειος Low diacritics: ομμάτειος Capitals: ΟΜΜΑΤΕΙΟΣ
Transliteration A: ommáteios Transliteration B: ommateios Transliteration C: ommateios Beta Code: o)mma/teios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, received through the eyes, πόθος S.Fr.801.

German (Pape)

[Seite 332] von, in den Augen, πόθος, Hesych., aus Soph., wie es scheint.

Russian (Dvoretsky)

ὀμμάτειος: (ᾰ) зарождающийся от взоров (πόθος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀμμάτειος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς φαινόμενος, δι’ αὐτῶν ἀποκαλυπτόμενος, πόθος Σοφ. Ἀποσπ. 169 - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀμμάτειος πόθος· διὰ τὸ ἐκ τοῦ ὁρᾶν ἁλίσκεσθαι ἔρωτι».

Greek Monolingual

ὀμμάτειος, -ον (Α) όμμα
αυτός που εκδηλώνεται με τα μάτια («ὀμμάτειος πόθος», Σοφ.).