ἰσχανάω
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
Ep. lengthd. form of ἰσχάνω (cf. sq.): Ion. impf.
A ἰσχανάασκον Il.15.723:—hold back, stay, 5.89; νῦν δ' ἐπεὶ ἰσχανάᾳς (sc. με) Od.15.346:—Pass., hold back, wait, νηυσὶν ἔπι . . ἐελμένοι ἰσχανόωντο Il.12.38; σὸν μῦθον ποτιδέγμενοι ἰσχανόωνται Od.7.161, cf. Il. 19.234; to be stayed, A.R.2.864. II intr., c. gen., cling to, and so, long after, desire eagerly, μέγα δρόμου ἰσχανόωσαν Il.23.300; ἰσχανόων φιλότητος Od.8.288: c. inf., [μυῖα] . . ἰσχανάᾳ δακέειν Il.17.572; ἰσχανόωσιν ἰδεῖν Procl.h.Ven.2.6. (ἰχαν- is v. l. in Il.23.300, Od.8.288, and shd. prob. be preferred; cf. ἰχανάω.)
German (Pape)
[Seite 1272] gedehnte Form von ἰσχάνω, zurückhalten, hemmen; τὸν δ' (χειμάῤῥουν) οὔτ' ἄρ τε γέφυραι ἐεργμέναι ἰσχανόωσιν Il. 5, 89; ἐθέλοντα μάχεσθαι αὐτόν τ' ἰσχανάασκον, ἐρητύοντο δὲ λαοί 15, 723. – Med. sich halten, zurückhalten, Il. 12, 38, zaudern, säumen, 19, 234 Od. 7, 161. – Intr., anhalten, sich daran halten, wonach begehren, χροὸς ἀνδρομέοιο ἰσχανάᾳ δακέειν, sie sticht begierig, anhaltend, Il. 17, 572, die Mücke; μέγα δρόμου ἰσχανόωσαν, das Roß, 23, 300; ἰσχανόων φιλότητος Κυθερείης Od. 8, 288, u. so einzeln bei sp. D.