ὁλόχαλκος

Revision as of 17:00, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ον, all of brass or copper, Sch.E.Ph.120.

German (Pape)

[Seite 328] ganz ehern, Schol. Eur. Phoen. 115.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόχαλκος: -ον, ὅλος ἐκ χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 120.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁλόχαλκος, -ον)
ολοχάλκίνος, που απολείται εξ ολοκλήρου από χαλκό («ὁλόχαλκος ἀνδριάς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + χαλκός (πρβλ. εύχαλκος)].