ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth
εὔχαλκος, -ον και επικ. τ. ἐΰχαλκος, -ον (Α)1. αυτός που είναι κατεργασμένος από χαλκό καλής ποιότητας2. αυτός που έχει καλή επένδυση από χαλκό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαλκός.