Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εύχαλκος

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

εὔχαλκος, -ον και επικ. τ. ἐΰχαλκος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι κατεργασμένος από χαλκό καλής ποιότητας
2. αυτός που έχει καλή επένδυση από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαλκός.