ὁμοκέλευθος

From LSJ
Revision as of 21:52, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοκέλευθος Medium diacritics: ὁμοκέλευθος Low diacritics: ομοκέλευθος Capitals: ΟΜΟΚΕΛΕΥΘΟΣ
Transliteration A: homokéleuthos Transliteration B: homokeleuthos Transliteration C: omokelefthos Beta Code: o(moke/leuqos

English (LSJ)

ον, going together, Pl.Cra.405d.

German (Pape)

[Seite 337] von gleichem Wege, Geleiter, τὸν ὁμοκέλευθον – ἀκόλουθον ἐκαλέσαμεν, Plat. Crat. 405 d.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοκέλευθος:попутчик, спутник Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοκέλευθος: -ον, ὁ ὁμοῦ πορευόμενος, Πλάτ. Κρατ. 405 D.

Greek Monolingual

ὁμοκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που βαδίζει στον ίδιο δρόμο, συνταξιδιώτης, συνοδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κέλευθος «οδός»].