ὑπελθετέον
From LSJ
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
English (LSJ)
(ὑπέρχομαι) one must take shelter under, ὑπὸ τὰς στοάς Str.13.3.6.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπελθετέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὑπέρχομαι, δεῖ ὑπελθεῖν, ἴδε ἐλθετέον.
Russian (Dvoretsky)
ὑπελθετέον: adj. verb. к ὑπέρχομαι.