ὑποδέχνυμαι
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
poet. for sq., ὑποδέχνυσο Orph.A.83.
German (Pape)
[Seite 1214] poet. statt ὑποδέχομαι, Orph. Arg. 82.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδέχνῠμαι: Anth. = ὑποδέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδέχνυμαι: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., ἀλλὰ φίλος πρόφρων μ’ ὑποδέχνυσο Ὀρφ. Ἀργ. 82, Ἀνθ. Π. 8. 148, 253.
Greek Monolingual
Α
βλ. υποδέχομαι.
Greek Monotonic
ὑποδέχνυμαι: ποιητ. αντί του επόμ., σε Ανθ.