ὑπόσπειρον
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
English (LSJ)
τό, plinth of Ionic base, Supp.Epigr.4.453.7,23 (Didyma, ii B. C.), Rev.Phil.36.71 (Iconium).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόσπειρον: τό, διάφ. γραφ. ἀντὶ ὑπόσπειρα, Πολυδ. Β΄, 31.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ὑπόσπειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σπεῖρα «ανάγλυφο κόσμημα που διακοσμεί τη βάση του ιων. κίονα»].