καλίδιον
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
[ῑδ], τό, Dim. of καλῑά, Eup.42, prob. in Com.Adesp. 1335:—also καλίδια· ἔντερα (Cypr.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1308] τό, dim. von καλιά, Eupol. bei Poll. 10, 161.