πολύχεσος

From LSJ
Revision as of 09:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́χεσος Medium diacritics: πολύχεσος Low diacritics: πολύχεσος Capitals: ΠΟΛΥΧΕΣΟΣ
Transliteration A: polýchesos Transliteration B: polychesos Transliteration C: polychesos Beta Code: polu/xesos

English (LSJ)

πολύχεσον, (χέζω): πολύχεσον νόσημα diarrhoea, Com. Adesp. 19.

German (Pape)

[Seite 677] den Durchfall habend, νόσος, der Durchfall, Suid. aus einem Dichter.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχεσος: -ον, (χέζω)· πολύχεσον νόσημα, ἡ διάρροια, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 365, Σουΐδ. ἐν λ. ἀπηλλάγησαν.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιφέρει πολλές κενώσεις, που προκαλεί συχνές αποπατήσεις («ἀπηλλάγημεν πολυχέσου νοσήματος», Κωμ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χέζω + επίθημα -σος, κατά το κόμπα-σος].