ὑποφώνησις

Revision as of 18:23, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, answer, retort, Plu.2.33d (pl.).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
acclamation, cri pour exciter.
Étymologie: ὑποφωνέω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφώνησις: -εως, ἡ, παρακέλευσις, Πλούτ. 2. 33D· ὡσαύτως, ὑποφώνημα, τό, τοῖς ἡμετέροις ὑποφωνήμασιν ἐπιρρωσθῆναι πρὸς τὸν ἀγῶνα Βασίλ. Μέγ. τ. 3, σ. 335Β, κλπ.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α ὑποφωνῶ
προτροπή, παρακίνηση.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφώνησις: εως ἡ призыв, зов Plut.