Ἀχερόντιος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Middle Liddell
Acherontic, of Acheron, Eur.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
]de l'Achéron.
Étymologie: Ἀχέρων.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
del Aqueronte c. ref. al río mítico del mundo subterráneo λιμήν E.HF 770, λίμνα E.Alc.443, σκόπελος Ar.Ra.471, πήματα de los suplicios de Tántalo AP 5.236 (Paul.Sil.).
Greek Monotonic
Ἀχερόντιος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Αχέροντα, σε Ευρ.