διάστολον
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
τό, in plural, dispositions of a deed, PLond.1727.58(vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
disposición μὴ παραβαίνειν τὰ προδεδηλουμένα διάστολα en una escritura PLond.1727.58 (VI d.C.).
Greek Monolingual
διάστολον, το (Α)
(συνηθ. στον πληθ.) τα διάστολα
οι διατάξεις συμφωνητικού εγγράφου.