útilmente
From LSJ
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
Spanish > Greek
συμφόρως, χρησίμως, ὠφελίμως, συμφερόντως, λυσιτελούντως, εὐχρήστως, προὔργου, χρηστικῶς, ἐπιτηδείως