μηνιείος

From LSJ
Revision as of 09:40, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

μηνιεῖος, -α, -ον (Α)
1. ο μηνιαίος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μηνιεῖα
μηνιαία σιτηρέσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός + κατάλ. -ιεῖος (πρβλ. ταλαντ-ιείος)].