συναποφύω

From LSJ
Revision as of 11:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποφύω Medium diacritics: συναποφύω Low diacritics: συναποφύω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΦΥΩ
Transliteration A: synapophýō Transliteration B: synapophyō Transliteration C: synapofyo Beta Code: sunapofu/w

English (LSJ)

cause to branch off with, of blood-vessels, Gal. UP4.11:—Pass., ib.10.2, al.

Greek Monolingual

Α
1. (για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδίζομαι
2. (το μέσ.) συναποφύομαι
συνεκφύομαι, εκφύομαι μαζί με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῖς ἀπ' ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις μοῑρα της χονδροειδοῦς μήνιγγος», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποφύω «φυτρώνω»].