συνεταιρίς
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
English (LSJ)
-ίδος, fem. of συνέταιρος.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
βλ. συνέταιρος.
German (Pape)
ίδος, ἡ, fem. von συνέταιρος, Mitgenossin, Erinna 2 (VII.710).