δηλητήρ

Revision as of 18:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, a destroyer, Hom.Epigr.14.8.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
destructor c. gen. καμίνων Hes.Fr.302.8, καρπῶν AP 9.373, cf. Euph.SHell.4229.11 (ap. crít.), ἀλεξίκακον κατὰ τῶν ἐν βίῳ δηλητήρων Eust.Op.41.25.

German (Pape)

[Seite 560] ῆρος, ὁ, Verderber, Unheilstifter, H. ep. 15, 8.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
destructeur.
Étymologie: δηλέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

δηλητήρ: ῆρος, ὁ, καταστροφεύς, Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 14. 8.

Greek Monolingual

δηλητήρ, ο (AM) δηλέομαι (Ι)]
ο καταστροφέας, αυτός που προξενεί φθορά.

Greek Monotonic

δηλητήρ: -ῆρος, ὁ (δηλέομαι), εξολοθρευτής, καταστροφέας, σε Επικ., Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

δηλητήρ: ῆρος ὁ разрушитель, губитель Hom.

Middle Liddell

δηλέομαι
a destroyer, epic Hom.