εξολοθρευτής
From LSJ
Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
Greek Monolingual
ο (θηλ. εξολοθρεύτρια) (AM ἐξολοθρευτής) εξολοθρεύω
αυτός που εξολοθρεύει, που καταστρέφει τελείως.