διστασμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, = δισταγμός, Theophrastus Metaph.31, Sch.Od.2.276.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
duda Thphr.Metaph.31, Gramm.Pap.1.44, 6.48, Sch.Od.2.276.
Greek (Liddell-Scott)
διστασμός: ὁ, = δισταγμός, Σχόλ. Ὀδ. Β. 276.
Greek Monolingual
ο
βλ. δισταγμός.