διφασία
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
ἡ, (δίφατος) = διλογία, Hsch.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 ambigüedad en el lenguaje, Hsch.
2 repetición, Anecd.Ludw.15.24, 207.16.
Greek (Liddell-Scott)
διφᾰσία: ἡ, (δίφατος) =διλογία, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
η (Α διφασία)
αντίφαση στα λόγια, διλογία.
German (Pape)
ἡ, = διλογία, Suid.