δύσπνοια

Revision as of 18:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ἡ, A difficulty of breathing, shortness of breath, Id.Aph.3.31, X.Cyn.9.20, Nymphis 16, Aret.SA1.9, etc. II contrary winds, Sch.A.R.4.1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Morb.2.47b, 57, Coac.460, 571
I 1falta de aliento, respiración entrecortada διὰ δύσπνοιαν πίπτουσιν de ciervos perseguidos, X.Cyn.9.20, de los buceadores, Arist.Pr.960b24, ἡ δ. γίνεται ἐκ πλείστου ἱδρῶτος Hippiatr.27.10, cf. Ar.Byz.Epit.2.603.
2 medic. dificultad respiratoria, disnea Hp.Art.41, Aph.3.31, Gal.5.696, en las enfermedades del pulmón, Hp.Prog.17, Morb.2.47b, Aret.SA 1.9.2, por la obesidad, Nymphis 10, Ael.VH 9.13, cf. Androm. en Gal.13.112, Dsc.1.73.3, Aët.5.23, δ. βλάβη τις ἀναπνοῆς ἐστιν Gal.19.420, op. ἆσθμα y ὀρθόπνοια Cels.4.8.1, ὀρθόπνοια καὶ δ. I.BI 1.656, cf. Aristid.Or.49.21, PLond.1926.12 (IV d.C.), ποιητικὸς ... δυσπνοίας del signo de Acuario, Vett.Val.370.1.
II viento contrario Διὸς ... δυσπνοίᾳ θέλοντος παρατρέψαι τοὺς Ἀργοναύτας Sch.A.R.4 proem.

German (Pape)

[Seite 687] ἡ, 1) schwerer Athem, Engbrüstigkeit, Medic.; vgl. Xen. Cyn. 9, 20. – 2) widriger Wind, Schol. An. Rh. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
difficulté pour respirer, respiration courte.
Étymologie: δύσπνοος.

Greek (Liddell-Scott)

δύσπνοια: ἡ, ἡ περὶ τὴν ἀναπνοὴν δυσκολία, δύσκολος ἀναπνοή, Ἰππ. Ἀφ. 1248, Ξεν. Κυν. 9. 20. ΙΙ. ἐναντίοι ἄνεμοι, Σχόλ. εἰς Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 1.

Greek Monolingual

η (AM δύσπνοια)
δυσκολία στην αναπνοή, γρήγορη και κουραστική αναπνοή
αρχ.
οι αντίθετοι άνεμοι.

Greek Monotonic

δύσπνοια: ἡ, δυσκολία στην αναπνοή, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δύσπνοια:затрудненное дыхание, одышка Xen.: πονεῖν ἐν τῇ δυσπνοίᾳ Arst. задыхаться.

Middle Liddell

δύσπνοια, ἡ,
difficulty of breathing, Xen. [from δύσπνους

English (Woodhouse)

shortness of breath