γαλεώδης
English (LSJ)
v. γαλεοειδής.
Spanish (DGE)
v. γαλεοειδής.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
γᾰλεώδης: акуловый, относящийся к семейству акул Arst.
Greek (Liddell-Scott)
γαλεώδης: -ες, =γαλεοειδής, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ες (Α γαλεώδης, -ες) γαλεός
ο γαλεοειδής.