βασανιστήριος
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee
English (LSJ)
βασανιστήριον, of or for torture, ὄργανα J.BJ2.8.10.
Spanish (DGE)
-α, -ον
I de tortura ὄργανα I.BI 2.152.
II subst. τὸ β.
1 cámara de tortura ὥστε μοι δοκεῖν εἶναι τὸ πρόθυμον τοῦτο β. Theopomp.Com.63, ἐγγὺς τῶν βασανιστηρίων Polyaen.8.62 (cód.), τὰ βασανιστήρια δὲ πλέω εὐρῶτος Them.Or.13.175c, τὸ σῶμα β. ψυχῆς Meth.Res.1.57
•instrumento de tortura, tormento πικρὸν β. ὁ ταῦρος Phalar.Ep.115, cf. 82, más frec. en plu. καινότερα βασανιστήρια Aristid.Mil.9, cf. LXX 4Ma.6.1, 8.12, 19, Polyaen.8.38, Charito 4.2.10.
2 medios de comprobación ἐξεύρηται ὑμῖν πολλὰ μὲν τοῦ χρυσοῦ ... βασανιστήρια Them.Or.21.247b, cf. 248a.
Greek (Liddell-Scott)
βασανιστήριος: ον,ὁ ἀνήκων ἤ ἐπιτήδειος εἰς βάσανον, ὄργανον Ἰώσηπ. Ι.ΙΙ.2.8,10.
Greek Monolingual
βασανιστήριος, -α, -ον (AM) βασανίζω
μσν.
(για πέτρα) η λυδία λίθος
αρχ.
(για όργανο) αυτό που χρησιμοποιείται για βασανισμό.