βυρσοδεψικός

From LSJ
Revision as of 10:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βυρσοδεψικός Medium diacritics: βυρσοδεψικός Low diacritics: βυρσοδεψικός Capitals: ΒΥΡΣΟΔΕΨΙΚΟΣ
Transliteration A: byrsodepsikós Transliteration B: byrsodepsikos Transliteration C: vyrsodepsikos Beta Code: bursodeyiko/s

English (LSJ)

βυρσοδεψική, βυρσοδεψικόν, of or for tanning, Hp.Mul.1.78, Thphr. CP 3.9.3: hence βυρσοδεψική, ἡ, art of tanning, Socr.Ep.14.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I de curtir, utilizado para curtir bot. ῥόος (ῥοῦς) ἡ, ὁ β. zumaque de curtir como denominación específica del arbusto dif. del fruto, Hp.Mul.1.78, 80, Gal.12.826, 14.360, 361, Cyran.1.1.27 (ap. crít.).
II subst. ἡ β.
1 arte de curtir Socr.Ep.14.2.
2 bot. ἡ β. zumaque de curtir, e.e. el arbusto, Thphr.CP 3.9.3 (cf. I).

German (Pape)

[Seite 468] zum Gerben gehörig, davon herrührend, Hippocr.; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βυρσοδεψικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ χρήσιμος εἰς κατεργασίαν δερμάτων, Ἱππ. 628. 22, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 9, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βυρσοδεψικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βυρσοδεψία
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. βυρσοδεψική, η
η τέχνη του βυρσοδέψη
(αρχ. -μσν.) ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για τη βυρσοδεψία.