ἀδόλεσχος
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
[ᾱ], ον,
A = ἀδολέσχης, Cic.Att.16.11.2, IG14.1746 (ἀδέλεσχος lapis); ἀδόλεσχος καὶ λάλος Alciphr.3.66; τὸ ἀδόλεσχον S.E.M.1.141: Comp. ἀδολεσχότερος Gal.5.315: Sup. ἀδολεσχότατος Plu.2.509a. Adv. ἀδολέσχως Phld.Ir.p.17 W., Rh.1.212 S. (Comp.).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀδέλ- IUrb.Rom.1245.9 (III/IV d.C.)
I 1peyor. charlatán Alciphr.3.30.1, Gal.5.315, Plu.2.503d, Cic.Att.420.2, IUrb.Rom.l.c.
•masc. plu. subst. οἱ ἀδολεσχότατοι los más grandes charlatanes Plu.2.509a
•neutr. subst. τὸ ἀ. charlatanería S.E.M.1.141, cf. Aristeas 8
•neutr. subst. como adv. ἀδολεσχότερον ... παλιλλογεῖται Phld.Rh.1.212.
2 ret. pleonástico, redundante Eust.26.4, 805.16.
II adv. ἀδολέσχως = charlando, hablando por hablar Phld.Ir.p.17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀδολέσχης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδόλεσχος: [ᾱ], -ον = ἀδολέσχης, Μονόστ. ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 4, σ. 347. Ἀνθ. Π. (παράρτ.) 236.
Greek Monotonic
ἀδόλεσχος: [ᾱ], -ον = ἀδολέσχης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδόλεσχος: Men., Plut., Anth. = ἀδολέσχης.