ἀμφιβώμιος

Revision as of 12:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, at the altar, E.Tr.562.

Spanish (DGE)

-ον que tiene lugar en torno al altar σφαγαί E.Tr.562.

German (Pape)

[Seite 137] den Altar umgebend, σφαγαί Eur. Tr. 578; τροφαί Conj. Herm. Ion 52.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se fait autour de l'autel.
Étymologie: ἀμφί, βωμός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιβώμιος: -ον, ὁ περὶ τὸν βωμόν, Εὐρ. Τρῳ. 578: ― ὡσαύτως ἀμφίβωμος, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἀμφιβώμιος, -ιον (Α)
αυτός που βρίσκεται ή συντελείται γύρω από τον βωμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βώμιος < βωμός.

Greek Monotonic

ἀμφιβώμιος: -ον (βωμός), αυτός που βρίσκεται γύρω από το βωμό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιβώμιος: у алтаря совершаемый (σφαγαί Eur.) или находящийся (τροφαί Eur.).

Middle Liddell

βωμός
round the altar, Eur.