ἀνεμόδαρτος
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
ἀνεμόδαρτον, stripped by the wind, Eust.1095.12.
Spanish (DGE)
-ον desnudado por el viento Eust.1095.12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμόδαρτος: -ον, ὑπὸ τοῦ ἀνέμου δερόμενος, φυτά... ἀνεμόδαρτα, τὰ ὁποῖα «δέρνει» ὁ ἄνεμος, «ἃ δηλαδὴ “πνοιαὶ δονέουσι παντοίων ἀνέμων”» (Ἰλ. Ρ. 55) Εὐστ. 1095. 12.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνεμόδαρτος, -ον)
εκείνος που δέρνεται από τους ανέμους, ο εκτεθειμένος στους ανέμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + δαρτός < δέρω.