ἀνιερωστί
From LSJ
English (LSJ)
impiously, ἀνιέρως, Adv. of ἀνίερος, Heraclit.14.
Spanish (DGE)
adv. impía, sacrílegamente τὰ γὰρ νομιζόμενα κατ' ἀνθρώπους μυστήρια ἀ. μυεῦνται Heraclit.B 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνιερωστί: Ἐπίρρ. = ἀνιέρως Ἡράκλειτ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγ. Πρ. 67Α, Κλήμ. Ἀλ. 19.
Greek Monolingual
ἀνιερωστί επίρρ. (Α)
ανίερα, κατά τρόπο ανίερο.
Translations
sacrilegiously
Catalan: sacrílegament; French: sacrilégement; Greek: ανόσια, ανίερα; Ancient Greek: ἀθέως, ἀνιέρως, ἀνιερωστί, ἀνοσίως; Italian: sacrilegamente; Portuguese: sacrilegamente; Russian: кощунственно; Spanish: sacrílegamente