ἀνομοιοβαρής
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ές, of unevenly distributed weight, Arist.Cael.273b23.
Spanish (DGE)
-ές
que tiene el peso desigualmente distribuido τὸ μέγεθος Arist.Cael.273b23.
Russian (Dvoretsky)
ἀνομοιοβᾰρής: неодинакового веса Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομοιοβᾰρής: -ές, ὁ ἔχων ἄνισον βάρος, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 6, 8.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀνομοιοβαρής)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ίσο βάρος με άλλον, ανισοβαρής
αρχ.
αυτός του οποίου το βάρος είναι άνισα κατανεμημένο.