ἀποδειδίσσομαι

From LSJ
Revision as of 18:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Pindar, Pythian, 8.95f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδειδίσσομαι Medium diacritics: ἀποδειδίσσομαι Low diacritics: αποδειδίσσομαι Capitals: ΑΠΟΔΕΙΔΙΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: apodeidíssomai Transliteration B: apodeidissomai Transliteration C: apodeidissomai Beta Code: a)podeidi/ssomai

English (LSJ)

frighten away, Il.12.52 (tm.).

Spanish (DGE)

dar miedo, asustar ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος εὐρεῖ' Il.12.52.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδειδίσσομαι: отпугивать (Hom. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδειδίσσομαι: ἀποθ., προξενῶ φόβον, ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος εὐρεῖα, «εἰς δέος ἦγε καὶ φόβον» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 52, ἐν τμήσει.

Greek Monolingual

ἀποδειδίσσομαι (Α) δειδίσσομαι
εκφοθίζω.

Greek Monotonic

ἀποδειδίσσομαι: γʹ ενικ. Επικ. παρατ. -δειδίσσετο, αποθ., προξενώ φόβο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

Dep. to frighten away, Il.