ἀπαρέγχυτος
English (LSJ)
ἀπαρέγχυτον, = ἀπαράχυτος, Ath.1.27a.
Spanish (DGE)
-ον no mezclado, puro (οἶνος) Ath.27a.
German (Pape)
[Seite 280] = ἀπαράχυτος, Ath. I, 27 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρέγχῠτος: -ον, = ἀπαράχυτος, ὁ μὴ μεμιγμένος, Ἀθήν. 27Α.
Greek Monolingual
ἀπαρέγχυτος, -ον (Α) παρεγχέω
απαράχυτος.