απαράχυτος

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source

Greek Monolingual

ἀπαράχυτος, -ον (Α)
(για οίνο) εκείνος μέσα στον οποίο δεν έχει χυθεί άλλο υγρό, ανέρωτος.