απαράχυτος

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

ἀπαράχυτος, -ον (Α)
(για οίνο) εκείνος μέσα στον οποίο δεν έχει χυθεί άλλο υγρό, ανέρωτος.